- προσκνυζώμαι
- -άομαι, Α1. (για σκύλο) σκιρτώ μπροστά σε κάποιον κουνώντας την ουρά και γαυγίζοντας σιγανά2. μτφ. (για άνθρωπο) κολακεύω («πολλὰ τοῑς ποσὶ τῆς Ἀρσάκης προσκνυζομένη, καὶ παντοίαις κολακείαις ἐξειπεῑν τὸ πάθος ἐπαγομένη», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κνυζῶμαι (για σκύλο) «ουρλιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.